Λιλ

Λιλ
(Lille). Πόλη (183.522 κάτ. το 1998) της βόρειας Γαλλίας, πρωτεύουσα του διαμερίσματος του Βορρά Πα-ντε-Καλέ (Nord-Pas-de-Calais, 12.413 τ. χλμ., 3.996.588 κάτ.) και του νομού του Βορρά, στην ιστορική γεωγραφική περιοχή της Φλάνδρας. Είναι χτισμένη στα σύνορα με το Βέλγιο και στα κράσπεδα του μεγάλου γαλλικού ανθρακοφόρου λεκανοπεδίου. Η μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξή της είχε ως αποτέλεσμα την τοπογραφική διεύρυνση της πόλης έξω από το τριγωνικό τείχος του 11ου αι. που την περιέβαλε και έτσι η Λ. εξελίχθηκε κυρίως σε οικονομικό κέντρο της βόρειας Γαλλίας. Αποτελεί οδικό και σιδηροδρομικό κόμβο με ζωηρή κίνηση, είναι ποτάμιο λιμάνι και διαθέτει αεροδρόμιο. Είναι περίφημη για τα υφαντά της –ιδιαίτερα βαμβακερά, λινά και από συνθετικές ίνες– ενώ στην πόλη λειτουργούν επίσης εργοστάσια μεταλλουργίας, χημικών προϊόντων και τροφίμων. Η Λ. είναι πολιτιστικό κέντρο μεγάλου ενδιαφέροντος, αποτελεί έδρα τριών πανεπιστημίων και αξιόλογων μουσείων και πινακοθηκών που φιλοξενούν αριστουργήματα διαφόρων Φλαμανδών ζωγράφων και κοσμείται από τους ναούς του Αγίου Μαυρικίου, του Αγίου Ανδρέα, της Αγίας Μαγδαληνής (18ος αι.) και της Αγίας Αικατερίνης, αναγεννησιακής εποχής με απομιμήσεις μπαρόκ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το σωζόμενο μέρος των οχυρώσεων του 17ου αι. που είχε κατασκευάσει ο Βομπάν με διαταγή του αγίου Μαυρικιίου, καθώς και το μέγαρο του παλαιού Χρηματιστηρίου. Ιστορία. Η πόλη είναι η αρχαία Insula (ή L’ Isle = νησί), που ιδρύθηκε ως φρούριο σε ένα νησάκι, ανάμεσα σε δύο βραχίονες του ποταμού Ντελ, παραπόταμου του Σκάλδη μέσω του Λις, εκεί όπου σήμερα υψώνεται ο ναός της Παναγίας της Τρέιγ. Η θέση της κοντά στα σύνορα και στο σημείο όπου συγκλίνουν σημαντικές συγκοινωνιακές αρτηρίες, οδικές και ποτάμιες, ευνόησε την εμπορική και τη βιομηχανική (κυρίως υφαντουργίας) ανάπτυξη της πόλης, γεγονός που προκάλεσε αιματηρούς αγώνες για την κατοχή της. Πράγματι η Λ., αρχικά φέουδο των κομήτων της Φλάνδρας, αποτέλεσε για μακρό χρονικό διάστημα το μήλον της έριδος μεταξύ εκείνων και των Γάλλων. Στη συνέχεια περιήλθε στους δούκες της Βουργουνδίας και έγινε ο τόπος διαμονής της προτίμησής τους. Αργότερα κατελήφθη από τους Ισπανούς, περιήλθε και πάλι στους Γάλλους, ανακατελήφθη το 1708 από τον Ευγένιο της Σαβοΐας και το 1713 πέρασε οριστικά στους Γάλλους με τη συνθήκη της Ουτρέχτης. Εξαιτίας των περιπετειών της κατά τη διάρκεια των αιώνων, της κατοχής της από τους Γερμανούς κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και των βομβαρδισμών από τους Συμμάχους κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η Λ. διατηρεί περιορισμένα στοιχεία από το λαμπρό παρελθόν της. Η μεγαλοπρεπής Πύλη του Παρισιού (17ος αι.), που θυμίζει την κατάκτηση της Φλάνδρας από τον Λουδοβίκο ΙΔ’, στην πόλη Λιλ της Γαλλίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λεκόντ ντε Λιλ, Σαρλ-Μαρί — (Charles Marie Leconte de Lisle, Σεν Πολ, Ρεϊνιόν 1818 – Λουβεσιέν 1894). Γάλλος ποιητής. Ταξίδεψε στην Ανατολή και επέστρεψε στη Γαλλία. Οπαδός του Φουριέ, τάχθηκε το 1848 με τους δημοκρατικούς, αλλά ο ενθουσιασμός του για την πολιτική υποχώρησε …   Dictionary of Greek

  • Γκοτιέ ντε Λιλ — (Gautier de Lille, 1135 – 1201).Γάλλος κληρικός και ποιητής. Έγραψε τα έργα του στα λατινικά. Ταξίδεψε στην Ιταλία και στη συνέχεια διορίστηκε γραμματέας του αρχιεπίσκοπου της Ρενς και κανονικός στην Αμιέν. Έγραψε θεολογικές πραγματείες και ένα… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • μασσαλιώτιδα — (Marseillaise). Ο εθνικός ύμνος της Γαλλίας. Οι στίχοι και η μουσική του γράφτηκαν το 1792 στο Στρασβούργο από τον Kλοντ Ζοζέφ Ρουζέ ντε Λιλ (Claude Joseph Rouget de Lisle, 1760 1836) και αρχικά τιτλοφορήθηκε Πολεμικό τραγούδι της στρατιάς του… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Όοστ — (Van Oost). Επώνυμο δύο Ολλανδών ζωγράφων. 1. Γιάκομπ, ο πρεσβύτερος (Jacob, περ. 1601 1671). Σπούδασε στη Ρώμη με δάσκαλο τον Ανίβα Καράτσι. Νέος, έκανε αντιγραφές έργων του Ρούμπενς με τέτοια επιδεξιότητα, που μπορούσαν να παραπλανηθούν ακόμα… …   Dictionary of Greek

  • Ζουγκέ, Πιέρ — (Pierre Jouguet, 1869 – 1949). Γάλλος αρχαιολόγος, ελληνιστής. Μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών (1893 97) και ιδρυτής ινστιτούτου παπυρολογίας στη Λιλ. Τα κυριότερα έργα του είναι Οι ελληνικοί πάπυροι της Λιλ (1901 12), Η… …   Dictionary of Greek

  • Λαλό, Εντουάρ — (Édouard Lalo, Λιλ 1823 – Παρίσι 1892). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στα ωδεία της Λιλ και του Παρισιού. Αρχικά αναδείχθηκε ως βιολονίστας και μόνο αργότερα αναγνωρίστηκε ως συνθέτης. Η φήμη του Λ. συνδέεται βασικά με την Ισπανική συμφωνία (1873)… …   Dictionary of Greek

  • Πανκούκ — (Panckoucke). Οικογένεια Γάλλων τυπογράφων και εκδοτών. Αρχηγός της οικογένειας ήταν ο Αντρέ Ζοζέφ (Λίλ 1700 – 1753), ο οποίος ίδρυσε στη Λίλ ένα βιβλιοπωλείο που το διηύθυνε ως τον θάνατό του και έγραψε έργα με επιτυχία, όπως το πολυδιαβασμένο Η …   Dictionary of Greek

  • αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”